Σελίδες

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Albert Camus, Ο επαναστατημένος άνθρωπος


Τι είναι;  Είναι ο άνθρωπος που λέει όχι. Αρνείται, και δεν παραιτείται. Ένας σκλάβος που σε όλη του την ζωή δεχόταν διαταγές, ξαφνικά κρίνει μία εντολή απαράδεκτη. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του όχι;. Αυτό το όχι επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός ορίου, που παραβιάζεται. Μαζί με την αποστροφή για τον παρείσακτο, σε κάθε εξέγερση υπάρχει μια τέλεια στιγμιαία εναρμόνιση του ανθρώπου με ένα μέρος του εαυτού του. Αυτόματα παρεμβαίνει μία κρίση αξίας, που τον εκθέτει σε χίλιους κινδύνους. Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην  απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης, έστω και αν την έκρινε άδικη.
Σωπαίνοντας όμως αφήνεις να πιστεύουν ότι δεν έχεις κρίση, ούτε επιθυμία για τίποτε. Η απελπισία όπως και το παράλογο επιθυμεί και κρίνει τα πάντα και η σιωπή την εκφράζει εύγλωττα. Ο επαναστάτης με την ετυμολογική έννοια αλλάζει στάση.
ΚΑΘΕ ΑΞΙΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΘΕ ΚΙΝΗΜΑ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΣΙΩΠΗΛΑ ΜΙΑ ΑΞΙΑ.

Ο επαναστατημένος άνθρωπος είναι ένας έπαινος της εξέγερσης, μιας εξέγερσης, όμως, που διαφυλάσσει «τη μνήμη της προέλευσής της», που κρατά την αθωότητα, την αγνότητά της και που δεν θεοποιεί τον εαυτό της. Υπηρετεί λοιπόν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
«Η λογική του επαναστατημένου θέλει να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη για να μην προσθέσει αδικίες στην αδικία της ανθρώπινης υπόστασης, προσπαθεί να μιλά καθαρά και κατανοητά για να μην επιβαρύνει το παγκόσμιο ψέμα και, μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, να στοιχηματίζει υπέρ της ευτυχίας» Σαφήνεια της γλώσσας σημαίνει να δίνεις το ίδιο νόημα στις λέξεις: η βία δεν σημαίνει εδώ βαρβαρότητα κι εκεί δίκαιη εξέγερση στην καταπίεση. Δεν μπορεί να υπάρχει διγλωσσία απέναντι στη βία, διαφορετικά επιβαρύνουμε τη γενικευμένη σύγχυση…
Στο τέταρτο από τα Γράμματα σ’ ένα Γερμανό φίλο, τον Ιούλιο του 1944,  ο Καμύ διαβεβαιώνει: «Διάλεξα τη δικαιοσύνη, για να παραμείνω πιστός στη γη», βγάζει μια μεγαλειώδη κραυγή ανθρωπισμού, με όλη τη σημασία της λέξης: « τι σημαίνει να σώσουμε τον άνθρωπο; Μα, σας το φωνάζω με όλο μου το είναι, σημαίνει να μην τον ακρωτηριάσουμε και να βοηθήσουμε τη δικαιοσύνη -που μόνο ο άνθρωπος είναι ικανός να συλλάβει- να επιτύχει τους σκοπούς της».

Ο σωματικός και ηθικός ακρωτηριασμός του ανθρώπου, δηλαδή ο μυστικισμός, η βία, η ωμότητα, επιφέρει βλάβες τόσο σ’ αυτόν που κάνει τούτη την πράξη όσο και σ’ εκείνον που την υφίσταται, επειδή μια τέτοια ενέργεια μεταμορφώνει τον άνθρωπο άλλοτε σε δήμιο, άλλοτε σε θύμα, στερώντας του τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.

Τούτο το τέταρτο γράμμα υπογραμμίζει ότι οι υπερασπιστές της δικαιοσύνης και της ελευθερίας πέρασαν, άθελά τους, στην ιστορία. Αναγκάστηκαν ν’ απαντήσουν στη βία με τη βία -αυτό όμως δεν τους άρεσε. Και, για να επαναλάβουμε μια φράση του Μαλρώ, «πολέμησαν δίχως ν’ αγαπούν τον πόλεμο».
«Μα το δύσκολο κατόρθωμα για μας ήταν να σας ακολουθήσουμε στον πόλεμο, χωρίς να ξεχνάμε την ευτυχία. Και μέσα απ’ τα ουρλιαχτά και τη βία, πασχίζαμε να φυλάξουμε στην καρδιά μας τη θύμηση μιας ευτυχισμένης θάλασσας, ενός αξέχαστου για πάντα λόφου, το χαμόγελο ενός αγαπημένου προσώπου. Κι αυτό ήταν το καλύτερο όπλο μας, αυτό που δεν θα παραδώσουμε ποτέ. Γιατί, τη μέρα που θα το χάναμε, θα πεθαίναμε κι εμείς, όπως κι εσείς. Απλώς, τώρα ξέρουμε ότι τα όπλα της ευτυχίας απαιτούν, για να σφυρηλατηθούν, πολύ χρόνο και πολύ αίμα».
Βλέπουμε λοιπόν να σκιαγραφούνται εδώ δύο ουσιώδεις ιδέες που θα πρωτεύουν πάντα στον τρόπο με τον οποίο ο Καμύ προσεγγίζει την τρομοκρατία: η έννοια του αναγκαίου ορίου και η κατ’ εξαίρεση χρήση της βίαιης πράξης. Φτάνειμια στιγμή όπου η θυσία κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μυστικισμό -θα λέγαμε μάλλον σε φανατισμό. Έρχεται μια στιγμή όπου η δράση και η δύναμη κινδυνεύουν να μεταβληθούν σε βία και ωμότητα: πρέπει να ξέρουμε να σταματάμε εγκαίρως. Η βιαιότητα μπορεί να γίνει αναγκαία λόγω των περιστάσεων, να γίνει απαραίτητη για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας ενάντια σ’ αυτούς που τις απειλούν ή τις προσβάλλουν, να γίνει ακόμα και προϋπόθεση επιβίωσης. Πρέπει όμως να είναι μετρημένη, περιορισμένη, να μη θεωρείται κάτι το συνηθισμένο, αποδεκτή ως κάτι το φυσιολογικό και νόμιμο, ούτε βέβαια να γεμίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. Ο Καμύ, αρνείται να τη δει ως αυτοσκοπό, ενώ είναι απλά και μόνο ένα πρόσκαιρο μέσο στην υπηρεσία ενός άλλου σκοπού που την ξεπερνά: "Αναγκαστήκαμε να σας μιμηθούμε για να μην πεθάνουμε. "

Αντιληφθήκαμε όμως πως η υπεροχή μας απέναντί σας ήταν ότι είχαμε έναν προορισμό. Τώρα που τελειώνουν όλ’ αυτά, μπορούμε να σας πούμε κάτι που μάθαμε: ο ηρωισμός δεν είναι σπουδαίο πράγμα, η ευτυχία είναι πιο δύσκολη».

Η χρήση καταστρεπτικής δύναμης από ένα ισχυρό έθνος που έχει τη δυνατότητα να το κάνει είναι ένα είδος κρατικής τρομοκρατίας, ενάντια στην οποία θα μπορούσε ν’αντιταχθεί μόνο μια παγκόσμια ειρήνη που θ’ απαιτούσαν οι λαοί.
…Ο Καμύ δεν αρκείται στη διαπίστωση της αξιοθρήνητης κατάστασης του κόσμου. Ψάχνει και γι’ άλλες εξηγήσεις, πέρα από τη λογική της ιστορίας. Υπογραμμίζει τις συμφορές που έφεραν τα χρόνια του πολέμου και που καταστρέφουν ακόμα τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ηθική διάσταση της σκέψης του ψάχνει να στηριχτεί στην αξιοποίηση -σαν ύστατη ασφάλεια- του διαλόγου και της εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς, το κέντρο του κόσμου δεν το κατέχουν πια, από δω και πέρα,οι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με τη δική τους γλώσσα, παρά μόνο οι αφηρημένες και εγκληματικές ιδεολογίες.

«Ζούμε μέσα στον τρόμο γιατί η πειθώ έχει χάσει τη δύναμή της, γιατί ο άνθρωπος παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην ιστορία και δεν μπορεί πλέον να στραφεί προς εκείνη την πλευρά του εαυτού του, το ίδιο αληθινή όπως και η ιστορική πλευρά, την οποία ξαναβρίσκει μπροστά στην ομορφιά του κόσμου και των προσώπων. Γιατί ζούμε στον κόσμο του αφηρημένου, τον κόσμο των γραφείων και των μηχανών, των απόλυτων ιδεών και του δύσκαμπτου μεσσιανισμού. Ασφυκτιούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν ότι έχουν απόλυτο δίκιο, είτε πρόκειται για τη μηχανή τους είτε για τις ιδέες τους. Και, για όλους εκείνους που ζουν μόνο με το διάλογο και τη φιλία των ανθρώπων, τούτη η σιωπή είναι το τέλος του κόσμου.

»Για να βγούμε από τούτο τον τρόμο, θα ‘πρεπε να μπορούμε να σκεφτούμε και ναδράσουμε ακολουθώντας τη σκέψη μας. Να όμως που ο τρόμος δεν αποτελεί ακριβώςτο κατάλληλο κλίμα για τη σκέψη».
Για να είμαστε εντάξει με το φόβο, πρέπει να ξέρουμε τι σημαίνει και τι αρνείται. Όμως ο φόβος «Σημαίνει και αρνείται το ίδιο γεγονός: έναν κόσμο όπου ο φόνος είναι νομιμοποιημένος», κι όπου «η ανθρώπινη ζωή θεωρείται ασήμαντη».
Μπροστά στον τρόμο και την τρομοκρατία δεν φτάνει μόνο η άρνηση ούτε και η απλή καταγγελία, αλλά πρέπει να δεις καθαρά τι ακριβώς είναι, να δεις τις συνέπειές τους και πώς μπορείς να τους αντισταθείς.
Ο τρόμος και η τρομοκρατία θέτουν δύο βασικά ερωτήματα: «Ναι ή όχι, άμεσα ή έμμεσα, θέλετε να σας σκοτώσουν ή να σας κακοποιήσουν; Ναι ή όχι, άμεσα ή έμμεσα, θέλετε να σκοτώσετε ή να κακοποιήσετε άλλους; Όλοι όσοι απαντήσουν αρνητικά σ’ αυτές τις δύο ερωτήσεις μπλέκονται αυτόματα σε μια αλυσίδα συνεπειών».
Ο Καμύ καταπιάνεται με τον καθορισμό των συνεπειών. Γι’ άλλη μια φορά, μιλά για δικαιοσύνη, για ελευθερία και για όρια.
«Τελικά, οι άνθρωποι σαν κι εμένα θα ήθελαν έναν κόσμο όπου όχι δεν θα σκοτωνόμασταν πια (δεν είμαστε δα κι εντελώς τρελοί!), μα όπου ο φόνος δεν θα ήταν νομιμοποιημένος. Είμαστε πράγματι, εδώ, στην καρδιά της ουτοπίας και της αντίφασης: ζούμε ακριβώς σ’ έναν κόσμο όπου ο φόνος είναι νομιμοποιημένος, κι αν δεν τον αποδεχόμαστε ως έχει, οφείλουμε να τον αλλάξουμε. Φαίνεται όμως πως αυτό είναι ανέφικτο δίχως την προσφυγή στο φόνο. Ο φόνος μας παραπέμπει επομένως στο φόνο και θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα στον τρόμο, είτε έχοντάς τον αποδεχτεί καρτερικά είτε επιθυμώντας να τον εξαφανίσουμε, χρησιμοποιώντας μέσα που θα τον αντικαταστήσουν μ’ έναν άλλο τρόμο».
Σπάνια ο μηχανισμός του εγκλήματος αποσυναρμολογήθηκε και φανερώθηκε τόσο καθαρά. Για τον αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία και τον τρόμο πρέπει ίσως να χρησιμοποιηθούν μέσα όμοια με τα δικά τους. Η μόνη λύση είναι να επιβάλουμε ένα όριο και να φροντίζουμε ώστε τέτοιου είδους πράξεις να παραμένουν πάντα κάτι το έκτακτο…
Είναι προφανές ότι η βία υπάρχει μέσα στην εξέγερση. Η εξέγερση, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να το δεχτεί καρτερικά, ούτε από μεταφυσική άποψη ούτε κι από τη θέση της στην ιστορία. Από τη στιγμή που χάνει την πρωταρχική αθωότητά της, που αφήνεται ολοκληρωτικά στη βία και, κυρίως, που δέχεται ότι τούτη η βία δικαιολογείται, καταλήγει στο μηδενισμό και το φόνο: «Κάθε φορά που [η εξέγερση] θεοποιεί την ολοκληρωτική άρνηση αυτού που είναι, το απόλυτο όχι, σκοτώνει. Κάθε φορά που δέχεται τυφλά αυτό που είναι και κραυγάζει το απόλυτο ναι, σκοτώνει. Το μίσος ενάντια στον Πλάστη μπορεί να μεταβληθεί σε μίσος ενάντια στην πλάση ή σε αποκλειστική και προκλητική αγάπη γι’ αυτό που είναι. Μα και στις δύο περιπτώσεις καταλήγει στο φόνο και χάνει το δικαίωμα να λέγεται εξέγερση». Η εξέγερση παρεκκλίνει όταν αρχίζει να εκθειάζει τη βία που είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί, κυρίως όταν τη θεωρεί ως κάτι απόλυτο.
«Κανονικά, ο επαναστατημένος δεν ήθελε παρά να κατακτήσει το δικό του είναι και να το κρατήσει ακέραιο απέναντι στο Θεό. Χάνει όμως τη μνήμη της προέλευσής του και, διεπόμενος από το νόμο ενός πνευματικού ιμπεριαλισμού, να τος που πορεύεται προς την κυριαρχία του κόσμου μέσα από αναρίθμητα εγκλήματα. [...] Ομηδενισμός που, στους κόλπους της εξέγερσης, πνίγει τότε τη δύναμη της δημιουργίας, προσθέτει μόνο πως μπορούμε να τη δομήσουμε χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα». Πρόκειται εδώ για κριτική όχι μόνο του μαρξισμού, αλλά και κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ο μεταφυσικός μηδενισμός καταλήγει έτσι σε κάτιαπόλυτο, τρομακτικά φονικό. «Ο μηδενιστικός φόνος», περί ου ο λόγος στο κείμενο «Η σκέψη του μεσημεριού», αντιτίθεται τελικά στην εξέγερση.

Ο επαναστατημένος άνθρωπος είναι ένας έπαινος της εξέγερσης, μιας εξέγερσης, όμως, που διαφυλάσσει «τη μνήμη της προέλευσής της», που κρατά την αθωότητα, την αγνότητά της και που δεν θεοποιεί τον εαυτό της. Υπηρετεί λοιπόν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
«Η λογική του επαναστατημένου θέλει να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη για να μην προσθέσει αδικίες στην αδικία της ανθρώπινης υπόστασης».

Να μην επιβαρύνουμε τη δυστυχία του κόσμου είναι μια βασική ιδέα στην ηθική και τη φιλοσοφία του Καμύ. Πρόκειται, πάλι και πάντα, για το σεβασμό στα όρια.

«ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ ΤΗΝ ΒΟΛΙΚΗ ΒΙΑ»
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΣ!!!

Η Ελλάδα για τον Καμύ, όπως υποπτεύονταν πάντα όσοι ήξεραν το έργο του, δεν είναι ένας σωρός ερειπίων, μια σελίδα της ιστορίας ή ένα αρχαιολογικό μουσείο. «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο ίδιος είναι κάτι το πολύπιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…) . «Τρέφομαι  από την ελληνική φιλοσοφία, και θεωρώ τον Πλάτωνα  πολύ πιο σημαντικό και από τον Χέγκελ και από τον Χούσερλ. Έτσι τουλάχιστον βλέπω τον εαυτό μου».  Υπάρχουν και τρεις άλλοι στοχαστές που επηρέασαν αποφασιστικά την σκέψη του, μια εκλογή κάπως αντιφατική γιατί   δύσκολα συμβιβάζονται: «Είναι ο Πασκάλ, ο Τολστόι και ο Νίτσε.  Αλλά όπως λέει ο ίδιος «δεν κατορθώνω να συμβιβάσω ούτε και αυτές ακόμα τις εσωτερικές μου αντιφάσεις».
Γνωρίζει  τους ποιητές μας, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, και θαυμάζει τον Καζαντζάκη. Επιλέγει τον  “Ζορμπά”, γιατί το θεωρεί ένα έργο Ελληνικό, με πολύ χρώμα… και γιατί  τον ελκύει και σαν είδος ανθρώπου;  « Ο Ζορμπάς είναι μια ζωντανή δύναμη».

Από την εξεγερμένη σκέψη ενός πρόωρα χαμένου φιλέλληνος επαναστάτη  φιλοσόφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου