Σελίδες

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Έκθεση με θέμα: Πώς πέρασα την Τσικνοπέμπτη.



Έκθεση με θέμα:
Πώς πέρασα την Τσικνοπέμπτη.
(δια χειρός θείου Πάνου)

Η Τσικνοπέμπτη είναι γιορτή στην οποία τρώμε πολύ κρέας. Κάνουμε τη γιορτή την Πέμπτη γιατί την προηγούμενη μέρα (την Τετάρτη) και την επόμενη μέρα (την Παρασκευή) κάνουμε νηστεία. Η κυρία μας είπε ότι το έθιμο αυτό είναι πολύ παλιό και το γιόρταζαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Όταν τη ρώτησα αν το γιόρταζαν και ο Αστερίξ με τον Οβελίξ, μου απάντησε να διαβάζω λιγότερα κόμικς και περισσότερο τα μαθήματά μου.
Εγώ είμαι ο Μάκης και είμαι παίκτης στην ομάδα handball του Ολυμπιακού Κερατσινίου. Η κυρία δε θέλει να λέω handball, θέλει να λέω χειροσφαίριση.
Τέλος πάντων, την Τσικνοπέμπτη είχαμε προπόνηση. Ο μπαμπάς την προηγούμενη μέρα έλεγε ότι θα έπρεπε να τσικνίσουμε στου θείου Σωτήρη που μένει στο Πικέρμι και ψήνει φοβερά κοψίδια κάθε χρόνο, αλλά ο προπονητής του το ξέκοψε και έτσι θα έπρεπε να με φέρει στην προπόνηση. Είπε ο μπαμπάς κάτι και για την αδελφή του, που είχε τη φαεινή ιδέα να με γράψει στην ομάδα και εξαιτίας της έχουμε εγκλωβιστεί όλες τις γιορτές με τις προπονήσεις που έχω.

Με πήγε λοιπόν ο μπαμπάς στην προπόνηση με μισή καρδιά. Ο καιρός ήταν κρύος και είχε και σιγανή βροχή, που τη λένε ψιλόβροχο. Φύσαγε και παγωμένος αέρας και η μαμά μου έβαλε το σκουφί και μου είπε να έχω τα αυτιά μου συνέχεια μέσα. Ο μπαμπάς με άφησε στο γήπεδο και μου είπε ότι μετά την προπόνηση θα ερχόντουσαν μαζί με τη μαμά και τον μικρό μου αδερφό, το Στέλιο, να με πάρουν και να πάμε σε ταβέρνα να τσικνίσουμε, αφού δεν θα προλαβαίναμε να πάμε στο Πικέρμι στο θείο Σωτήρη.

Εγώ έτρεξα μέσα στο γήπεδο και βρήκα τους φίλους μου και κάναμε προπόνηση. Είναι ωραία στην προπόνηση, γιατί ο κύριος που μας κάνει είναι φωνακλάς, αλλά δεν φωνάζει. Δηλαδή φωνάζει αλλά δεν σε κάνει να νιώθεις ότι φωνάζει, γιατί αυτά που λέει δεν σου φωνάζουν αλλά σε αγαπάνε. Θα σας έλεγα το όνομά του,  μου το έχουνε πει, αλλά το ξέχασα και ντρέπομαι να ρωτήσω γιατί είμαι καινούργιος στην ομάδα και δεν θέλω να νομίσουν ότι είμαι χαζός. Μας έδειξε λοιπόν ο κύριος κόλπα με την μπάλα και πώς την κρατάμε και πώς την πετάμε και πώς την σκάμε κάτω και μετράμε τρία βήματα και πώς σουτάρουμε με το χέρι να είναι πάντα ψηλά. Και κατόπιν μας άφησε να παίξουμε και μας φώναζε να δίνουμε μπαλιές ο ένας τον άλλο και να μην κρατάμε την μπάλα συνέχεια εμείς.

Ήταν πολύ ωραία, αλλά η ώρα πέρασε γρήγορα. Ντυθήκαμε και βγήκαμε έξω από το γήπεδο. Η μαμά ήρθε τρέχοντας και μου είπε ότι είμαι ιδρωμένος και να κουμπώσω το μπουφάν και πού στο καλό είχα βάλει το σκουφί μου και μου φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν. Εγώ κοίταξα να δω πού ήταν ο μπαμπάς, και στεναχωριόμουν, γιατί ήξερα ότι θα ήταν στεναχωρημένος που δεν καταφέραμε να πάμε στα κοψίδια του θείου Σωτήρη στο Πικέρμι. Παράξενο όμως, τον είδα χαμογελαστό να μιλάει με τον προπονητή μου και να έχει ένα πλαστικό ποτήρι στο χέρι και να τρώει καλαμάκι σουβλάκι. Τότε πρόσεξα ότι υπήρχαν ψησταριές που έβγαζαν πολύ καπνό και μύριζε σουβλάκι και λουκάνικο. Όλοι οι γονείς είχαν μείνει στην αυλή στριμωγμένοι κάτω από το υπόστεγο και από δύο μεγάλες ομπρέλες και μίλαγαν και γέλαγαν και κάποιοι τραγουδούσαν και κάποιοι χόρευαν, μάλλον όμως επειδή έκανε πολύ κρύο παρά για τη μουσική. Ένα μεγάλο ραδιόφωνο έπαιζε τραγούδια από ένα σταθμό και όλοι έδιναν χτυπήματα ο ένας στην πλάτη του άλλου και είχαν ευχάριστη διάθεση. 

Εκεί ήταν και οι «πιο παλιοί γονείς», όπως είπε ο προπονητής στον μπαμπά, που τους λένε διοίκηση. Ο μπαμπάς λοιπόν με έδειξε περήφανος στη διοίκηση και εκείνοι είπαν πω-πω πόσο δυνατός είναι και πόσο καλός παίκτης θα γίνει και ότι τέτοια παιδιά χρειάζεται η ομάδα. Ο μπαμπάς φούσκωνε από περηφάνια και ο προπονητής είπε και αυτός πόσο καλός είμαι και με πήρε από το χέρι και με πήγε στις ψησταριές και έφαγα καλαμάκια μαζί με τους φίλους μου και ήπιαμε και πορτοκαλάδα. 

Ήταν εκεί και τα μεγαλύτερα παιδιά της ομάδας με τους δικούς τους γονείς. Όλοι οι γονείς κάνανε αγκαλιές μεταξύ τους, σαν να γνωρίζονταν από παλιά, και ήταν χαρούμενοι και γέλαγαν και έτρωγαν και έλεγαν ότι ο παλιόκαιρος δεν βοήθησε, αλλά δεν πειράζει, και δεν τους φοβίζει το κρύο και το ψιλόβροχο και ο παγωμένος αέρας. Και δώστου αγκαλιές και χτυπήματα στην πλάτη και δώστου χαμόγελα.

Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε όλοι κοντά στις ψησταριές και βγάλαμε μία μεγάλη φωτογραφία και ο μπαμπάς έβαλε μέσα στη φωτογραφία και τον αδελφό μου τον Στέλιο και κρατούσε αγκαλιά από τους ώμους τον προπονητή και εκείνος έναν κύριο της διοίκησης. Μετά εμείς τα παιδιά σκορπίσαμε για να παίξουμε και κάθε λίγο κάποιος από εμάς πείναγε και ρώταγε αν έχει ακόμα σουβλάκια και στις ψησταριές του λέγανε έχει-έχει έλα να πάρεις.

Πρέπει να ήταν πολύ αργά όταν με φώναξε ο μπαμπάς μου για να φύγουμε. Ο Στέλιος είχε αποκοιμηθεί και τον κράταγε αγκαλιά. Η μαμά έβαλε το χέρι της καιδτο σβέρκο μου και είπε ότι είχα ιδρώσει πάλι και πώς τα κατάφερα με τόσο πολύ κρύο που έκανε.
Μέσα στο αμάξι, καθώς γυρίζαμε, ρώτησα τον μπαμπά αν θα πηγαίναμε στην ταβέρνα και κείνος μου απάντησε ποιος τη χέζει την ταβέρνα περάσαμε μία χαρά στην ομάδα και του χρόνου θα πούμε στο θείο Σωτήρη να φέρει τα κοψίδια του να τα ψήσουμε στο γήπεδο. Η μαμά τον φίλησε και του είπε ότι αυτή η ομάδα είναι σαν να είμαστε οικογένεια και ο μπαμπάς απάντησε ναι έτσι είναι και όταν μεγαλώσει ο Στέλιος να τον γράψουμε κι αυτόν στην οικογένεια.

Πριν κοιμηθώ είπα στην προσευχή μου μακάρι να έρθει και ο Στέλιος στην ομάδα για να δείξω και στους φίλους μου στο σχολείο ότι έχω αδελφό στην ομάδα σαν και μένα. Και είπα να είναι πάντα καλά ο κύριος προπονητής και οι κύριοι της διοίκησης για να παίζουμε και να περνάμε καλά και να κάνουμε γιορτή την Τσικνοπέμπτη και να έχω κι εγώ πράγματα να γράφω στην έκθεση στο σχολείο.

2 σχόλια:

  1. ;Eνα τόσο τρυφερό κείμενο μόνο ο θείος Πάνος μπορεί να γράψει. Δεν είναι μόνο τέλειος ΠΑΤΕΡΑΣ αλλά και τέλειος θείος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Wow! Really Valuable information.Thanks for sharing this very informative article with us.

    ΑπάντησηΔιαγραφή