Επειδή σας προβλημάτισαν πολύ οι μετοχές, αν κρίνω από τα μηνύματα που έλαβα, είπα να διευκρινίσουμε μερικά πράγματα.
[Κάντε κλικ επάνω στη φωτογραφία για να μεταφερθείτε στις λεπτομέρειες της ανάρτησης και να μελετήσετε το υλικό.]
Η μετοχή είναι ένας ρηματικός τύπος που φανερώνει χρόνο και διάθεση, και μοιάζει με όνομα Επίθετο αφού έχει γένη και κλίνεται.
· συνήθως, -μένος, π.χ. φοβισμένος, κοιμισμένος.
· αν είναι προπαροξύτονη, -όμενος, π.χ. ερχόμενος. Ειδικά οι μετοχές που προέρχονται από ρήματα δεύτερης συζυγίας καταλήγουν σε -ώμενος, π.χ. περισπώμενος.
· αν είναι παροξύτονη, -ωμένος, π.χ. αγχωμένος.
Επίσης, η παθητική μετοχή τελειώνει σε:
α) -ημένος (με η): στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (π.χ. αγαπημένος < αγαπιέμαι)
β) -σμένος: σε ρήματα της πρώτης συζυγίας και σε μερικά της δεύτερης (π.χ. χτισμένος < χτίζομαι, δυστυχισμένος < δυστυχώ). Το ι, η, υ, ει, οι που έχουν τα ρήματα της πρώτης συζυγίας στην παραλήγουσα της οριστικής ενεστώτα διατηρείται και στη μετοχή (π.χ. δροσισμένος < δροσίζομαι, δακρυσμένος < δακρύζω).
γ) -ωμένος (με ω): όταν τονίζεται στην παραλήγουσα (π.χ. τεντωμένος < τεντώνομαι)
δ) -όμενος (με ο): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. ενδιαφερόμενος < ενδιαφέρομαι)
ε) -ώμενος (με ω): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. εκτιμώμενος < εκτιμώμαι)
2. Η άκλιτη ενεργητική μετοχή σε -οντας, όταν είναι άτονη γράφεται με ο, όταν τονίζεται γράφεται με ω, π.χ.: κόβοντας, γράφοντας, αλλά γελώντας, τραγουδώντας κτλ.
Εξαιρείται το όντας.
3. Στη δημοτική γλώσσα, ιδιαίτερα στο γραπτό και στον επιστημονικό λόγο, γίνεται μεγάλη χρήση των αρχαίων τύπων των μετοχών των ρημάτων. Ο πίνακας των αρχαίων μετοχών (θα τον βρείτε παρακάτω) περιλαμβάνει τις συχνότερα εμφανιζόμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους.
[Κάντε κλικ επάνω στη φωτογραφία για να μεταφερθείτε στις λεπτομέρειες της ανάρτησης και να μελετήσετε το υλικό.]
Η μετοχή είναι ένας ρηματικός τύπος που φανερώνει χρόνο και διάθεση, και μοιάζει με όνομα Επίθετο αφού έχει γένη και κλίνεται.
Η μετοχή λοιπόν είναι κατά ένα μέρος ρήμα (χρόνος, διάθεση) και κατά ένα μέρος όνομα (γένος, κλίση), δηλαδή μετέχει και στα δύο είδη του λόγου.
Η ενεργητική μετοχή φανερώνει τον τρόπο που εκδηλώνεται η ενέργεια του ρήματος, και είναι άκλιτη. Έχει κατάληξη -οντας (π.χ. τρέχοντας) ή -ώντας (π.χ. τραβώντας).
Η παθητική μετοχή φανερώνει ότι η ενέργεια του ρήματος έχει επηρεάσει το υποκείμενο σε παρελθόντα χρόνο, και είναι κλιτή με τρία γένη και δύο αριθμούς. Έχει κατάληξη :
· συνήθως, -μένος, π.χ. φοβισμένος, κοιμισμένος.
· αν είναι προπαροξύτονη, -όμενος, π.χ. ερχόμενος. Ειδικά οι μετοχές που προέρχονται από ρήματα δεύτερης συζυγίας καταλήγουν σε -ώμενος, π.χ. περισπώμενος.
· αν είναι παροξύτονη, -ωμένος, π.χ. αγχωμένος.
Ορισμένες μετοχές, με την συχνή χρήση, μετατρέπονται σε ουσιαστικά, π.χ. η Οικουμένη (ήταν αρχικά η Οικουμένη Γη).
1. Η παθητική μετοχή σε -μένος, γράφεται με δυο μ μόνο στα ρήματα που έχουν χαρακτήρα π, β, φ, πτ, π.χ.: εγκαταλείπω - εγκαταλειμμένος, ράβω - ραμμένος, γράφω - γραμμένος, απορρίπτω - απορριμμένος κτλ.
Η μετοχή σε -μένος, είναι κλιτή, έχει τρία γένη και δύο αριθμούς και ισοδυναμεί με επίθετο.Επίσης, η παθητική μετοχή τελειώνει σε:
α) -ημένος (με η): στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (π.χ. αγαπημένος < αγαπιέμαι)
β) -σμένος: σε ρήματα της πρώτης συζυγίας και σε μερικά της δεύτερης (π.χ. χτισμένος < χτίζομαι, δυστυχισμένος < δυστυχώ). Το ι, η, υ, ει, οι που έχουν τα ρήματα της πρώτης συζυγίας στην παραλήγουσα της οριστικής ενεστώτα διατηρείται και στη μετοχή (π.χ. δροσισμένος < δροσίζομαι, δακρυσμένος < δακρύζω).
γ) -ωμένος (με ω): όταν τονίζεται στην παραλήγουσα (π.χ. τεντωμένος < τεντώνομαι)
δ) -όμενος (με ο): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. ενδιαφερόμενος < ενδιαφέρομαι)
ε) -ώμενος (με ω): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. εκτιμώμενος < εκτιμώμαι)
2. Η άκλιτη ενεργητική μετοχή σε -οντας, όταν είναι άτονη γράφεται με ο, όταν τονίζεται γράφεται με ω, π.χ.: κόβοντας, γράφοντας, αλλά γελώντας, τραγουδώντας κτλ.
Εξαιρείται το όντας.
3. Στη δημοτική γλώσσα, ιδιαίτερα στο γραπτό και στον επιστημονικό λόγο, γίνεται μεγάλη χρήση των αρχαίων τύπων των μετοχών των ρημάτων. Ο πίνακας των αρχαίων μετοχών (θα τον βρείτε παρακάτω) περιλαμβάνει τις συχνότερα εμφανιζόμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους.
Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου σε χρήση στη νεοελληνική γλώσσα
| ||
Μετοχή
|
Ρήμα
|
Σημασία και παραδείγματα
|
αναμεμιγμένος
|
αναμίγνυμαι
|
= αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακεί
αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
|
αναπεπταμένος
|
αναπετάννυμαι
|
= αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)
αναπεπταμένη σημαία
|
ανασυνδεδεμένος
|
ανασυνδέομαι
|
= αυτός που έχει ανασυνδεθεί
|
ανατεθειμένος
|
ανατίθεμαι
|
= αυτός που έχει ανατεθεί
ανατεθειμένη παραγγελία,
ανατεθειμένο έργο |
ανειλημμένος
|
αναλαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει αναληφθεί
ανειλημμένη υποχρέωση,
ανειλημμένη ευθύνη, ανειλημμένα ποσά |
ανεστραμμένος
|
αναστρέφομαι
|
= αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένος
ανεστραμμένο σχήμα,
ανεστραμμένη πολικότητα, ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα |
ανηγμένος
|
ανάγομαι
|
= αυτός που έχει αναχθεί
ανηγμένη μεταβολή,
ανηγμένη δύναμη ανηγμένη κλίμακα |
αντεστραμμένος
|
αντιστρέφομαι
|
= αυτός που έχει αντιστραφεί
αντεστραμμένοι ρόλοι,
αντεστραμμένοι όροι, αντεστραμμένο κλάσμα |
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος |
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)
απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
|
απεγνωσμένος
|
απογιγνώσκομαι
|
= αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωση
απεγνωσμένη προσπάθεια,
απεγνωσμένη φωνή |
απεσταλμένος
|
αποστέλλομαι
|
= αυτός που έχει αποσταλεί
ειδικός απεσταλμένος,
απεσταλμένη επιστολή, απεσταλμένο δέμα |
απευθυσμένος
|
απευθύνομαι
|
= αυτός που έχει απευθυσθεί
απευθυσμένο έντερο =
το απευθυσμένο |
απηυδημένος, απηυδισμένος
|
απαυδώ
(απαυδώμαι) |
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
|
απογεγραμμένος
|
απογράφομαι
|
= αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος
απογεγραμμένος κάτοικος
|
αποδεδειγμένος
|
αποδεικνύομαι
|
= αυτός που έχει αποδειχθεί
είναι αποδεδειγμένο,
αποδεδειγμένα (επίρρ.) |
αποκατεστημένος
|
αποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει αποκατασταθεί
καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία) |
απομεμακρυσμένος
|
απομακρύνομαι
|
= αυτός που έχει απομακρυνθεί
απομεμακρυσμένος συνδρομητής,
|
απονενοημένος
|
απονοούμαι
|
= αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)
απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
|
αποσυνδεδεμένος
|
αποσυνδέομαι
|
= αυτός που έχει αποσυνδεθεί
αποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
|
αποσυντεθειμένος
|
αποσυντίθεμαι
|
= αυτός που έχει αποσυντεθεί
αποσυντεθειμένο πτώμα
|
αποτεθειμένος
|
αποτίθεμαι
|
= αυτός που έχει αποτεθεί
αποτεθειμένος οπλισμός,
αποτεθειμένη χειροσυσκευή |
αποτετμημένος
|
αποτέμνομαι
|
= αυτός που έχει αποτμηθεί
|
απωθημένος
|
απωθούμαι
|
= αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)
Έβγαλε τα απωθημένα του
|
αυτοδιηγερμένος
|
αυτοδιεγείρομαι
|
= αυτός που έχει αυτοδιεγερθεί
αυτοδιηγερμένη διάταξη
|
αφηρημένος
|
αφαιρούμαι
|
= αυτός που έχει αφαιρεθεί
αφηρημένα ουσιαστικά,
αφηρημένη έννοια, αφηρημένη τέχνη |
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος |
βαρύνομαι
|
= αυτός που έχει βαρυνθεί
βεβαρημένο ποινικό μητρώο,
βεβαρημένο παρελθόν, βεβαρημένος οργανισμός |
βεβιασμένος
|
βιάζομαι
|
= αυτός που έχει βιασθεί
βεβιασμένη ενέργεια,
βεβιασμένη κίνηση, βεβιασμένο χαμόγελο |
γεγυμνωμένος
|
γυμνούμαι
|
= αυτός που έχει γυμνωθεί
τα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
|
δεδηλωμένος
|
δηλούμαι
|
= αυτός που έχει δηλωθεί
δεδηλωμένος εχθρός
αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή |
δεδικασμένος
|
δικάζομαι
|
= αυτός που έχει δικασθεί
το δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
|
δεδομένος
|
δίδομαι
|
= αυτός που έχει δοθεί
δεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή
δεδομένη κατάσταση τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική) |
δεδουλευμένος
|
δουλεύομαι
|
= αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)
δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι, τα δεδουλευμένα |
διαδεδομένος
|
διαδίδομαι
|
= αυτός που έχει διαδοθεί
διαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
|
διακεκαυμένος
|
διακαίομαι
διακάομαι |
= αυτός που έχει διακαεί
διακεκαυμένη ζώνη
|
διακεκομμένος
|
διακόπτομαι
|
= αυτός που έχει διακοπεί
διακεκομμένη συνουσία
|
διακεκριμένος
|
διακρίνομαι
|
= αυτός που έχει διακριθεί
διακεκριμένος επιστήμονας,
διακεκριμένο στέλεχος |
διαλελυμένος
|
διαλύομαι
|
= αυτός που έχει διαλυθεί
διαλελυμένη οικογένεια,
διαλελυμένη ουσία |
διασυνδεδεμένος
|
διασυνδέομαι
|
= αυτός που έχει διασυνδεθεί
διασυνδεδεμένα δίκτυα
|
διατεθειμένος
|
διατίθεμαι
|
= αυτός που έχει διατεθεί
Δεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
|
διατεταγμένος
|
διατάσσομαι
|
= αυτός που έχει διαταχθεί
διατεταγμένη υπηρεσία
|
διεσταλμένος
|
διαστέλλομαι
|
= αυτός που έχει διασταλεί
διεσταλμένη κόρη οφθαλμού
|
διεστραμμένος
|
διαστρέφομαι
|
= αυτός που έχει διαστραφεί
διεστραμμένος εγκληματίας
|
διεφθαρμένος
|
διαφθείρομαι
|
= αυτός που έχει διαφθαρεί
διεφθαρμένος άνθρωπος
|
διηγερμένος
|
διεγείρομαι
|
= αυτός που έχει διεγερθεί
διηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου),
διηγερμένος ηλεκτρονόμος |
διπλοεγγεγραμμένος
|
διπλοεγγράφομαι
|
= αυτός που έχει διπλοεγγραφεί
διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
|
εγγεγραμμένος
|
εγγράφομαι
|
= αυτός που έχει εγγραφεί
εγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
|
εγκαταλελειμμένος
|
εγκαταλείπομαι
|
= αυτός που έχει εγκαταλειφθεί
εγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο |
εγκατεσπαρμένος
|
εγκατασπείρομαι
|
= αυτός που έχει εγκατασπαρεί
|
εγκατεστημένος
|
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει εγκατασταθεί
εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
|
εγκεκριμένος
|
εγκρίνομαι
|
= αυτός που έχει εγκριθεί
εγκεκριμένος τύπος,
εγκεκριμένο φάρμακο |
εγνωσμένος
|
γιγνώσκομαι
|
= αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητος
εγνωσμένο κύρος,
εγνωσμένη αξία |
ειλημμένος
|
λαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει ληφθεί
ειλημμένη απόφαση
|
ειμαρμένος
|
είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο)
|
= αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίος
ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
|
ειρημένος
|
λέγομαι
|
= αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
|
εισηγμένος
|
εισάγομαι
|
= αυτός που έχει εισαχθεί
εισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
|
εκπεφρασμένος
|
εκφράζομαι
|
= αυτός που έχει εκφρασθεί
εκπεφρασμένη άποψη
|
εκτεθειμένος
|
εκτίθεμαι
|
= αυτός που έχει εκτεθεί
εκτεθειμένος στον άνεμο
|
εκτεταμένος
|
εκτείνομαι
|
= αυτός που έχει εκταθεί
εκτεταμένη έρευνα
|
εμπεριστατωμένος
|
εμπεριστατώ
|
= αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)
εμπεριστατωμένη μελέτη
|
εναποτεθειμένος
|
εναποτίθεμαι
|
= αυτός που έχει εναποτεθεί
εναποτεθειμένες ελπίδες
|
ενδεδειγμένος
|
ενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι |
= αυτός που έχει ενδειχθεί
ενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια, ενδεδειγμένη λύση |
ενδεδυμένος
|
ενδύομαι
|
= αυτός που έχει ενδυθεί
ενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
|
εντεταγμένος
|
εντάσσομαι
|
= αυτός που έχει ενταχθεί
|
εντεταλμένος
|
εντέλλομαι
|
= αυτός που έχει ενταλεί
εντεταλμένος σύμβουλος,
εντεταλμένος αντιπρόεδρος |
εντεταμένος
|
εντείνομαι
|
= αυτός που έχει ενταθεί
|
εξεζητημένος
|
εκζητούμαι
|
= αυτός που έχει εκζητηθεί
εξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση |
εξημμένος
|
εξάπτομαι
|
= αυτός που έχει εξαφθεί
εξημμένα πνεύματα
|
εξηρμένος
|
εξαίρομαι
|
= αυτός που έχει εξαρθεί
εξηρμένα προσόντα
|
εξωνημένος
|
εξωνούμαι
|
= αυτός που έχει εξωνηθεί
|
επανειλημμένος
|
επαναλαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει επαναληφθεί
επανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.) |
επανορθωμένος
|
επανορθούμαι
|
= αυτός που έχει επανορθωθεί
|
επεκτεταμένος
|
επεκτείνομαι
|
= αυτός που έχει επεκταθεί
επεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
|
επενδεδυμένος
|
επενδύομαι
|
= αυτός που έχει επενδυθεί
επενδεδυμένο κεφάλαιο
|
επηρμένος
|
επαίρομαι
|
= αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόνας
επηρμένο ύψος
|
επηυξημένος
|
επαυξάνομαι
|
= αυτός που έχει επαυξηθεί
έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
|
επιβεβαρυμμένος
|
επιβαρύνομαι
|
= αυτός που έχει επιβαρυνθεί
|
επιβεβλημένος
|
επιβάλλομαι
|
= αυτός που έχει επιβληθεί
επιβεβλημένα μέτρα
|
επιγεγραμμένος
|
επιγράφομαι
|
= αυτός που έχει επιγραφεί
|
επικεκαλυμμένος
|
επικαλύπτομαι
|
= αυτός που έχει επικαλυφθεί
|
επιτετραμμένος
|
επιτρέπομαι
|
= αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο
ο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
|
ερριμμένος
|
ρίπτομαι
|
= αυτός που έχει ριφθεί
Λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
|
εσβεσμένος
|
σβέννυμαι
|
= αυτός που έχει σβεσθεί
εσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο |
εσκαμμένος
|
σκάπτομαι
|
= αυτός που έχει σκαφθεί
υπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
|
εσκεμμένος
|
σκέπτομαι
|
= αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένος
εσκεμμένη ενέργεια
|
εσπευσμένος
|
σπέυδω
(σπεύδομαι) |
= αυτός που έχει σπευσθεί
εσπευσμένη ενέργεια
|
εσταυρωμένος
|
σταυρώνομαι
|
= αυτός που έχει σταυρωθεί
ο Εσταυρωμένος (Χριστός)
|
εστεγασμένος
|
στεγάζομαι
|
= αυτός που έχει στεγασθεί
εστεγασμένος χώρος
|
εστεμμένος
|
στέφομαι
|
= αυτός που έχει στραφεί
εστεμμένος βασιλιάς
|
εστραμμένος
|
στρέφομαι
|
= αυτός που έχει στραφεί
|
εσφαλμένος
|
σφάλλομαι
|
= αυτός που έχει σφαλεί
εσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα |
εσφιγμένος
|
σφίγγομαι
|
= αυτός που έχει σφιχθεί
η μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
|
ηγιασμένος
|
αγιάζομαι
|
= αυτός που έχει αγιασθεί
Σάββας ο Ηγιασμένος
|
ηθελημένος
|
εθέλω
(εθέλομαι) |
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος
ηθελημένη ενέργεια
|
ημαρτημένος
|
αμαρτάνομαι
|
= αυτός που έχει αμαρτηθεί
= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος
ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata) |
ημιανεπτυγμένος
|
ημιαναπτύσσομαι
|
= αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
|
ηνωμένος
|
ενούμαι
|
= αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένος
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) |
ηττημένος
|
ηττώμαι
|
= αυτός που έχει ηττηθεί
ηττημένη ομάδα,
οι νικητές και οι ηττημένοι |
καθειλκυσμένος
|
καθελκύομαι
|
= αυτός που έχει καθελκυσθεί
|
καθηγιασμένος
|
καθαγιάζομαι
|
= αυτός που έχει καθαγιασθεί
|
καθημαγμένος
|
καθαιμάσσομαι
|
= αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος
καθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους, καθημαγμένη οικονομία |
κακοανατεθραμμένος
|
ανατρέφομαι
|
= αυτός που έχει κακοανανατραφεί
κακανατεθραμένο παιδί
|
καταβεβλημένος
|
καταβάλλομαι
|
= εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)
καταβεβλημένος οργανισμός
|
καταγεγραμμένος
|
καταγράφομαι
|
= αυτός που έχει καταγραφεί
καταγεγραμμένη πρόταση
|
κατατεθειμένος
|
κατατίθεμαι
|
= αυτός που έχει κατατεθεί
κατατεθειμένο ποσό
|
κατατετμημένος
|
κατατέμνομαι
|
= αυτός που έχει κατατμηθεί
|
κατειλημμένος
|
καταλαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει καταληφθεί
κατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου, κατειλημμένες θέσεις |
κατεσταλμένος
|
καταστέλλομαι
|
= αυτός που έχει κατασταλεί
κατεσταλμένη λειτουργία
|
κατεστημένος
|
καθιστώμαι,
καθίσταμαι |
= αυτός που έχει κατασταθεί
το κατεστημένο
|
κατεστραμμένος
|
καταστρέφομαι
|
= αυτός που έχει καταστραφεί
κατεστραμμένη πόλη
|
κατεψυγμένος
|
καταψύχομαι
|
= αυτός που έχει καταψυχθεί
κατεψυγμένα ψάρια
|
κατηγμένος
|
κατάγομαι
|
= αυτός που έχει καταχθεί
κατηγμένη
(= συντεταγμένη στον άξονα z) |
κατηραμένος
|
καταρώμαι
|
= αυτός που τον έχουν καταρασθεί
κατηραμένος όφις
|
κατηρτισμένος
|
καταρτίζομαι
|
= αυτός που έχει καταρτισθεί
|
κεκαθαρμένος
|
καθαίρομαι
|
= αυτός που έχει καθαρθεί
κεκαθαρμένο εμβόλιο
|
κεκαλυμμένος
|
καλύπτομαι
|
= αυτός που έχει καλυφθεί
|
κεκαμμένος
|
κάμπτομαι
|
= αυτός που έχει καμφθεί
κεκαμμένος αγκώνας
|
κεκαρμένος
|
κείρομαι
|
= αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)
εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
|
κεκηρυγμένος
|
κηρύττομαι
|
= αυτός που έχει κηρυχθεί
κεκηρυγμένος πόλεμος
|
κεκλεισμένος
|
κλείομαι
|
= αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος
δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
|
κεκλημένος
|
καλούμαι
|
= αυτός που έχει κληθεί
|
κεκλιμένος
|
κλίνομαι
|
= αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος
κεκλιμένο επίπεδο
|
κεκοιμημένος
|
κοιμώμαι
|
= αυτός που έχει κοιμηθεί
κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
|
κεκονιαμένος
|
κονιώμαι
|
= αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί
τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
|
κεκορεσμένος
|
κορέννυμαι
|
= αυτός που έχει κορεσθεί
κεκορεσμένο διάλυμα,
κεκορεσμένος ατμός |
κεκραμένος
|
κεράννυμαι
|
= αυτός που έχει κραθεί
κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
|
κεκτημένος
|
κτώμαι
|
= αυτός που έχει κτηθεί
κεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο κεκτημένη ταχύτητα |
κεκυρωμένος
|
κυρούμαι
|
= αυτός που έχει κυρωθεί
κεκυρωμένο αντίγραφο
|
κεχαριτωμένος
|
χαριτούμαι
|
= αυτός που έχει χαριτωθεί
χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
|
λελογισμένος
|
λογίζομαι
|
= αυτός που έχει λογισθεί
λελογισμένη χρήση
|
λελυμένος
|
λύομαι
|
= αυτός που έχει λυθεί, λυμένος
λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
|
λογοκεκριμένος
|
λογοκρίνομαι
|
= αυτός που έχει λογοκριθεί
λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,
λογοκεκριμένος λόγος |
μεμαρτυρημένος
|
μαρτυρούμαι
|
= αυτός που έχει μαρτυρηθεί
|
μεμονωμένος
|
μονούμαι
|
= αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)
μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση |
μεταγεγραμμένος
|
μεταγράφομαι
|
= αυτός που έχει μεταγραφεί
μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
|
μετατεθειμένος
|
μετατίθεμαι
|
= αυτός που έχει μετατεθεί
είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
|
νενομισμένος
|
νομίζομαι
|
= αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)
νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
|
παραγεγραμμένος
|
παραγράφομαι
|
= αυτός που έχει παραγραφεί
παραγεγραμμένο αδίκημα
|
παραδεδεγμένος
|
παραδέχομαι
|
= αυτός που έχει παραδεχθεί
|
παραδεδομένος
|
παραδίδομαι
|
= αυτός που έχει παραδοθεί
|
παρατεθειμένος
|
παρατίθεμαι
|
= αυτός που έχει παρατεθεί
|
παρατεταγμένος
|
παρατάσσομαι
|
= αυτός που έχει παραταχθεί
παρατεταγμένο άγημα
|
παρατεταμένος
|
παρατείνομαι
|
= αυτός που έχει παραταθεί
παρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία |
παρεγγεγραμμένος
|
περιγράφομαι
|
= αυτός που έχει παρεγγραφεί
παρεγγεγραμμένος κύκλος
|
παρεντεθειμένος
|
παρεντίθεμαι
|
= αυτός που έχει περεντεθεί
|
παρεστιγμένος
|
παραστίζομαι
|
= αυτός που έχει παραστιχθεί
παρεστιγμένη νότα (μουσ.)
|
παρεσχημένος
|
παρέχομαι
|
= αυτός που έχει παρασχεθεί
|
παρεφθαρμένος
|
παραφθείρομαι
|
= αυτός που έχει παραφθαρεί
παρεφθαρμένη γλώσσα
|
παρηκμασμένος
|
παρακμάζω
(παρακμάζομαι) |
= αυτός που έχει παρακμάσει
|
παρωχημένος
|
παροίχομαι
|
= αυτός που έχει παρέλθει
παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
|
πεπαιδευμένος
|
παιδεύομαι
|
= αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
|
πεπαλαιωμένος
|
παλαιούμαι
|
= αυτός που έχει παλαιωθεί
πεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη |
πεπατημένος
|
πατούμαι
|
= αυτός που έχει πατηθεί
πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος
ακολουθεί την πεπατημένη |
πεπειραμένος
|
πειρώμαι
|
= αυτός που έχει πειραθεί
πεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος |
πεπεισμένος
|
πείθομαι
|
= αυτός που έχει πεισθεί
είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ...
|
πεπερασμένος
|
περαίνομαι
|
= αυτός που έχει περανθεί
πεπερασμένη σειρά,
πεπερασμένο σύνολο |
πεπιεσμένος
|
πιέζομαι
|
= αυτός που έχει πιεσθεί
πεπιεσμένος αέρας
|
πεπλανημένος
|
πλανώμαι
|
= αυτός που έχει πλανηθεί
πεπλανημένη εντύπωση
|
πεπλατυσμένος
|
πλατύνομαι
|
= αυτός που έχει πλατυνθεί
πεπλατυσμένος ρωστήρας
|
πεπλεγμένος
|
πλέκομαι
|
= αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί
πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
|
πεποιημένος
|
ποιούμαι
|
= αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί
πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
|
πεποικιλμένος
|
ποικίλλομαι
|
= αυτός που έχει ποικιλθεί
χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
|
πεπραγμένος
|
πράττομαι
|
= αυτός που έχει πραχθεί
τα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων |
πεπρωμένος
|
πέπρωται
|
= αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)
πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
|
περιβεβλημένος
|
περιβάλλομαι
|
= αυτός που έχει περιβληθεί
περιβεβλημένος με φωτοστέφανο
|
περιγεγραμμένος
|
περιγράφομαι
|
= αυτός που έχει περιγραφεί
περιγεγραμμένος κύκλος
|
περιελιγμένος
|
περιελίσσομαι
|
= αυτός που έχει περιελιχθεί
|
περιεσκεμμένος
|
περισκέπτομαι
|
= αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
|
περιεστραμμένος
|
περιστρέφομαι
|
= αυτός που έχει περιστραφεί
|
περιεσφιγμένος
|
περισφίγγομαι
|
= αυτός που έχει περισφιχθεί
|
περικεκομμένος
|
περικόπτομαι
|
= αυτός που έχει περικοπεί
περικεκομμένος προϋπολογισμός
|
περιπεπλεγμένος
|
περιπλέκομαι
|
= αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί
περιπεπλεγμένη κατάσταση
|
περιτετμημένος
|
περιτέμνομαι
|
= αυτός που έχει περιτμηθεί
|
πεφιλημένος
|
φιλούμαι
|
= αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)
πεφιλημένος σύζυγος
|
πεφορτισμένος
|
φορτίζομαι
|
= αυτός που έχει φορτισθεί
πεφορτισμένη ατμόσφαιρα
|
πεφωτισμένος
|
φωτίζομαι
|
= αυτός που έχει φωτισθεί
πεφωτισμένος ηγέτης
|
προβεβλημένος
|
προβάλλομαι
|
= αυτός που έχει προβληθεί
προβεβλημένο θέμα,
προβεβλημένη κατάσταση |
προδεδικασμένος
|
προδικάζομαι
|
= αυτός που έχει προδικασθεί
|
προδιαγεγραμμένος
|
προδιαγράφομαι
|
= αυτός που έχει προδιαγραφεί
προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
|
προδιατεθειμένος
|
προδιατίθεμαι
|
= αυτός που έχει προδιατεθεί
είμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...)
|
προεγγεγραμμένος
|
προεγγράφομαι
|
= αυτός που έχει προεγγραφεί
|
προεγκεκριμένος
|
προεγκρίνομαι
|
= αυτός που έχει προεγκριθεί
|
προειλημμένος
|
προλαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)
προειλημμένη απόφαση
|
προειρημένος
|
προλέγομαι
|
= αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
|
προεκτεταμένος
|
προεκτείνομαι
|
= αυτός που έχει προεκταθεί
προεκτεταμένη καμπύλη
|
προεντεταμένος
|
προεντείνομαι
|
= αυτός που έχει προενταθεί
|
προεσκεμμένος
|
προσκέπτομαι
|
= αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
|
προηγιασμένος
|
προαγιάζομαι
|
= αυτός που έχει προαγιασθεί
|
προηγμένος
|
προάγομαι
|
= αυτός που έχει προαχθεί
προηγμένη τεχνολογία,
προηγμένες χώρες |
προκαταβεβλημένος
|
προκαταβάλλομαι
|
= αυτός που έχει προκαταβληθεί
προκαταβεβλημένο μίσθωμα
|
προκατειλημμένος
|
προκαταλαμβάνομαι
|
= αυτός που έχει προκαταληφθεί
είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
|
προκεχωρημένος
|
προχωρούμαι
|
= αυτός που έχει προχωρηθεί
προκεχωρημένο φυλάκιο
|
προσβεβλημένος
|
προσβάλλομαι
|
= αυτός που έχει προσβληθεί
προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
|
προσδεδεμένος
|
προσδέομαι (προσδούμαι)
|
= αυτός που έχει προσδεθεί
προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
|
προσκεκλημένος
|
προσκαλούμαι
|
= αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος
προσκεκλημένα άτομα,
οι προσκεκλημένοι |
προστεθειμένος
|
προστίθεμαι
|
= αυτός που έχει προστεθεί
|
προτεθειμένος
|
προτίθεμαι
|
= αυτός που έχει προτεθεί
|
προτεταμένος
|
προτείνομαι
|
= αυτός που έχει προταθεί
προτεταμένο στήθος
|
προωθημένος
|
προωνούμαι
|
= αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος
προωθημένη άποψη
|
σεσημασμένος
|
σημαίνομαι
|
= αυτός που έχει σημανθεί
σεσημασμένος κακοποιός
|
συγκεκομμένος
|
συγκόπτομαι
|
= αυτός που έχει συγκοπεί
συγκεκομμένη λέξη
|
συγκεκραμένος
|
συγκεράννυμι
|
= αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)
συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
|
συγκεκριμένος
|
συγκρίνομαι
|
= αυτός που έχει συγκριθεί
συγκεκριμένα μέτρα,
συγκεκριμένα ουσιαστικά |
συγκεχυμένος
|
συγχέομαι
|
= αυτός που έχει συγχυθεί
συγκεχυμένη κατάσταση,
συγκεχυμένες πληροφορίες |
συμβεβλημένος
|
συμβάλλομαι
|
= αυτός που έχει συμβληθεί
συμβεβλημένο ταμείο,
συμβεβλημένο φαρμακείο |
συμπεφωνημένος
|
συμφωνούμαι
|
= αυτός που έχει συμφωνηθεί
δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ |
συνδεδεμένος
|
συνδέομαι
|
= αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή, άρρηκτα συνδεδεμένος |
συνεζευγμένος
|
συζεύγνυμαι
|
= αυτός που έχει συζευχθεί
συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
|
συνεπτυγμένος
|
συμπτύσσομαι
|
= αυτός που έχει συμπτυχθεί
συνεπτυγμένη μορφή
|
συνεσταλμένος
|
συστέλλομαι
|
= αυτός που έχει συσταλεί
συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
|
συνεστραμμένος
|
συστρέφομαι
|
= αυτός που έχει συστραφεί
συνεστραμμένος
συνεστραμμένου συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους συνεστραμμένο συνεστραμμένα συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων) |
συνεσφιγμένος
|
συσφίγγομαι
|
= αυτός που έχει συσφιγχθεί
|
συνημμένος
|
συνάπτομαι
|
= αυτός που έχει συναφθεί
συνημμένο έγγραφο,
συνημμένο αρχείο |
συνηρημένος
|
συναιρούμαι
|
= αυτός που έχει συναιρεθεί
συνηρημένα ρήματα
|
συντεθειμένος
|
συντίθεμαι
|
= αυτός που έχει συντεθεί
|
συντεθλασμένος
|
συνθλώμαι
|
= αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
|
συντεταγμένος
|
συντάσσομαι
|
= αυτός που έχει συνταχθεί
συντεταγμένη πολιτεία
|
συντετμημένος
|
συντέμνομαι
|
= αυτός που έχει συντμηθεί
συντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη |
συντετριμμένος
|
συντρίβομαι
|
= αυτός που έχει συντριβεί
συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
|
συνωφρυωμένος
|
συνοφρυούμαι
|
= αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
|
τεθλασμένος
|
θλώμαι
|
= αυτός που έχει θλασθεί
τεθλασμένη γραμμή
|
τεθλιμμένος
|
θλίβομαι
|
= αυτός που έχει θλιβεί
τεθλιμμένος συγγενής
|
τεθωρακισμένος
|
θωρακίζομαι
|
= αυτός που έχει θωρακισθεί
τεθωρακισμένα άρματα
|
τεταγμένος
|
τάσσομαι
|
= αυτός που έχει ταχθεί
τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
|
τεταμένος
|
τείνομαι
|
= αυτός που έχει ταθεί
τεταμένη κατάσταση,
τεταμένη αρμόσφαιρα |
τεταπεινωμένος
|
ταπεινούμαι
|
= αυτός που έχει ταπεινωθεί
αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην(εκκλ., ν-στός ψαλμός) |
τετελεσμένος
|
τελούμαι
|
= αυτός που έχει τελεσθεί
τετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων |
τετηγμένος
|
τήκομαι
|
= αυτός που έχει τακεί
τετηγμένος κηρός
|
τετμημένος
|
τέμνομαι
|
= αυτός που έχει τμηθεί
τετμημένη
τετμημένης τετμημένες τετμημένων (= συντεταγμένη στον άξονα x) |
τετριμμένος
|
τρίβομαι
|
= αυτός που έχει τριβεί
τετριμμένη έκφραση
|
υπεσχημένος
|
υπισχνούμαι
|
= αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί
δεν τήρησε τα υπεσχημένα
|
υπογεγραμμένος
|
υπογράφομαι
|
= αυτός που έχει υπογραφεί
υπογεγραμμένη σύμβαση
|
υποδιηρημένος
|
υποδιαιρούμαι
|
= αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
|
υποκατεστημένος
|
υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει υποκατασταθεί
|
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ ωρεο με βοηθεισε παραπολυ ευχαριστο πολυ δν εχω λογια
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σπουδαία η εργασία σας. Απαιτείται πολύ αγάπη και πολύς χρόνος για όλο αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ κατατοπιστική και ολοκληρωμένη παρουσίαση. Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική και ολοκληρωμένη δουλειά, ιδιαίτερα ο πίνακας με τις μετοχές. Ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μας
ΑπάντησηΔιαγραφή